- ἀλόχου
- ἄλοχοςpartner of one's bedfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
AEGIALE — I. AEGIALE Adrasti, vel ut aliis visum, Aegialei filia, Diomedis uxor, quae, maritô ap ud Troiam bellum gerente cum Cyllabaro Stheneli filio rem habuit; quod ubi Diomedes comperislet, domum reverti noluit, verecundiâ ductus, sed in Italiam vectus … Hofmann J. Lexicon universale
οικτρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ οικτρός, ά, όν) 1. (για πρόσ.) αυτός που κινεί τον οίκτο, αξιολύπητος («δοξάσει τις ἀκούειν ὄπα τᾱς Τηρεΐας μήτιδος οἰκτρᾱς ἀλόχου», Αισχύλ.) 2. (για πράγματα και καταστάσεις) αξιοθρήνητος («ἕτερα πεπόνθαμεν οἰκτρότερα», Ηρόδ … Dictionary of Greek
προβέβουλα — Α (ελλειπτ. τ. β παρακμ. με σημ. ενεστ.) 1. προτιμώ, θέλω κάποιον περισσότερο από άλλον («καὶ γὰρ ῥα Κλυταιμνήστρης προβέβουλα, κουριδίης ἀλόχου», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω σχέδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελλειπτ. τ. β παρακμ. τού αμάρτυρου ρ. προβούλομαι] … Dictionary of Greek
συνδυάς — άδος, ἡ, Α η νόμιμη σύζυγος («συνδυάδος... ἀλόχου», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συνδυάζω, ομαι + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. νευρ άς)] … Dictionary of Greek